ἀναγκῶν

ἀναγκῶν
ἀνάγκη
force
fem gen pl
ἀναγκάζω
force
fut part act masc voc sg
ἀναγκάζω
force
fut part act neut nom/voc/acc sg
ἀναγκάζω
force
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοκίνητρα — Η διαδικασία που οδηγεί τους ζωντανούς οργανισμούς και ιδιαίτερα τον άνθρωπο να υιοθετούν συμπεριφορές που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Η ψυχοκινητική διαδικασία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε διάφορες φάσεις. Η ύπαρξη μιας ανάγκης (ή …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Μάσλοου, Άμπρααμ Χάρολντ — (Abraham Harold Maslow, Νέα Υόρκη 1908 – Καλιφόρνια 1970). Αμερικανός ψυχολόγος. Φοίτησε στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης και στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, όπου απέκτησε πτυχίο ψυχολογίας (1930), μεταπτυχιακό (1931) και διδακτορικό τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”